τουρκιστί

τουρκιστί
Ν
επίρρ. (λόγ. τ.) τουρκικά, στην τουρκική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κατάλ. -ιστί (πρβλ. αγγλ-ιστί). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ι. Σκυλίσση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”